συγκυρίαρχος

συγκυρίαρχος
-η, -ο, Ν [κυρίαρχος]
ο από κοινού κυρίαρχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκυρίαρχος — ο συνεξουσιαστής: Οι Ρώσοι έγιναν συγκυρίαρχοι του κόσμου μαζί με τους Αμερικανούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκυριαρχία — Θεσμός του Διεθνούς Δίκαιου, σύμφωνα με τον οποίο δύο κράτη ασκούν κυριαρχία με ίσα δικαιώματα και εξουσίες και με αποφάσεις που παίρνουν από κοινού οι εκπρόσωποι τους, σε μια ξένη εδαφική κοινότητα. Με την επιβολή της, τα μέλη της τελευταίας δε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”